τειχοκαταλυτῶν

τειχοκαταλυτῶν
τειχοκαταλύτης
demolisher of walls
masc gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τειχοκαταλύτης — ὁ, Α αυτός που καταλύει τείχη, που γκρεμίζει τείχη («τῶν τειχοκαταλυτών ἐλεφάντων», Κτήσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τεῖχος + καταλύω «καταστρέφω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”